- ἔνθερμα
- ἔνθερμοςhotneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
εκτενώς — επίρρ. (AM ἐκτενῶς) νεοελλ. «εν εκτάσει» με πολλά λόγια, με λεπτομέρειες («μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό») αρχ. μσν. πρόθυμα, ολόψυχα, με ζήλο, θερμά αρχ. 1. δραστήρια 2. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα, πολυτελώς 3. με αφθονία 4. έντονα,… … Dictionary of Greek
ολόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁλόψυχος ον) αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.). επίρρ... ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ … Dictionary of Greek
ωκυμάχος — ον, Α αυτός που μάχεται ένθερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Ευαγγελιστής — (1ος αι. μ.Χ.).Γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, είχε προσχωρήσει αρχικά στη θρησκευτική κίνηση του Ιωάννη του Βαπτιστή –αν και αυτό δεν είναι βέβαιο– και αργότερα ακολούθησε τον Ιησού. Οι πληροφορίες που αφορούν τη ζωή του προέρχονται… … Dictionary of Greek
Κιγιάρ, Πιερ — (Pierre Quillard, 1864 – 1912). Γάλλος ποιητής, φιλόλογος και ελληνιστής. Διετέλεσε καθηγητής του αρμενικού λυκείου Άγιος Γρηγόριος της Κωνσταντινούπολης. Το 1897 παρακολούθησε τις πολεμικές επιχειρήσεις του Ελληνοτουρκικού πολέμου ως… … Dictionary of Greek
Λα Μποεσί, Ετιέν ντε- — (Étienne de La Boétie, Σαρλά 1530 – Ζερμινιάν 1563). Γάλλος συγγραφέας. Συνδέθηκε στενά με τον φιλόσοφο Μοντέν και επιδόθηκε τόσο ένθερμα στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ώστε αναδείχθηκε σε έναν από τους πρώτους και σαφέστερους… … Dictionary of Greek
Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
Λοράν, Ογκίστ — (Αuguste Laurent, Λα Φολί, Άνω Μάρνης 1807 – Παρίσι 1853). Γάλλος χημικός και πανεπιστημιακός. Αποφοιτώντας το 1829 από τη σχολή ορυκτολογίας του Παρισιού, εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως βοηθός του Ζ. Ντιμά, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του … Dictionary of Greek